κρουσίθυρον

κρουσίθυρον
κρουσίθυρος
knocking at the door
masc/fem acc sg
κρουσίθυρος
knocking at the door
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρουσίθυρος — κρουσίθυρος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπά την πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. τό κρουσίθυρον (ενν. μέλος) νυκτωδία, σερενάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος, ψευδοδί θυρος. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”